Βαβούρης Σταύρος: Ένας λόγος για την εγκαρτέρηση και τη φυγή

Ο ουρανός κοιτάζει, όπως συνήθως, σκοτεινός.
Μετέχει, δεν μετέχει;
Είναι κάτι που δεν θα καταλάβουμε ποτέ.
Όπως κάθε μέρα συννεφιάζει και ξανοίγει
κατά τις κυκλικές του διαθέσεις

μη ρωτήσεις.
Δεν υπάρχει ελπίς νʼ αποκριθεί
ή να κάνει απλώς, έστω, μια νύξη
να υποδείξει κάπως μια κατεύθυνση
να κάνει ένʼ αόριστο σινιάλο.
Όχι,
τέτοια πιθανότης δεν υπάρχει.

Όσο για κάτω, εδώ
είναι μιʼ άλλη ιστορία:
Πράγματα δυστυχώς καθορισμένα και σαφή:
Το ποτάμι, από τη μια μεριά φουσκώνει
ο αέρας απʼ την άλλη, μαίνεται:
«Θαρθείς, θαρθείς λοιπόν;»
ρωτάει με τα παράφορα τραγούδια του,
κι έτσι η τραγωδία
που μόνο αορίστως διεγράφετο
ιίθεται σαφώς:
Πρέπει να πάρεις, όπως πάντα
στην πιο ακατάλληλη στιγμή για σκέψη
μιαν απόφαση:

Θα μείνεις;
Θα πας;

Οι προτομές στο πάρκο, οι προσόψεις των κτιρίων
σʼ ατενίζουν θλιβερά:
Δηλαδή «αι γραπται παραδόσεις,
οι τύμβοι των αγωνιστών
αυτοί που υπέμειναν κι έπεσαν
“τοις (ε) κείνων ρήμασι πειθόμενοι”
τι θα γίνουν, θα τα πάρει το νερό;»
Είναι ανάγκη να υψωθούν καινούργια υδατοφράγματα.
Πρέπει λοιπόν να μείνεις.
Τʼ αγάλματα ατενίζουν σταθερά:
«Να μείνεις».

Ο αέρας όμως έχει ξεφρενιάσει·
σπρώχνει μέσα στο στήθος σου
ένʼ αφηνιασμένο ιππικό
και λύσσαξε·
τυλίγει το κεφάλι σου βουερά
μʼ αλλόκοτους ρυθμούς
«κι απόψε, απόψε» τραγουδάει
«απόψε είνʼ το τελευταίο δρομολόγιο·
θαρθείς;»

Οι αλλοτινοί φραγμοί να ʼχουν σαπίσει,
το ποτάμι νʼ ανεβαίνει, νʼ ανεβαίνει αριστερά,
ο αέρας δεξιά
απάνω γρίφος ο ουρανός: αίνιγμα αιώνων
σύνολον: κυκεώνας
κι ανάμεσά του Εσύ
μʼ ένα κοπάδι αλόγων λυσσασμένων
που ήδη εκυριάρχησαν
ήδη καλπάζουν έξω από τα μάτια σου
σέρνουν και ξεσκίζουν με τα γκέμια τους τα χέρια σου·

θα φύγεις; Θα υπομείνεις;

Τα σπίτια που ατενίζουν θλιβερά
κι η κραυγή:

«Μα εγώ, δεν είμαι ακόμα προτομή
μη με βασανίζετε
δεν είμαι πέτρα εγώ».

*Από την ποιητική ενότητα «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής, 1977.