Από ποιο δρόμο είχε φτάσει ως εκεί; Σκέφτηκε μια, σκέφτηκε δυο φορές· τελικά προχώρησε· δεν κοίταξε πίσω· κοίταξε μόνο κάτω τις πλάκες του πεζοδρομίου που περπατούσε πάνω του. Δεξιά κι αριστερά του, έβλεπε τις σκιές από τα βήματα άλλων ανθρώπων. Στάθηκε μπροστά σε μια διασταύρωση. Πέρασε λίγη ώρα κοιτάζοντας τα φανάρια, που αλλάζανε συνεχώς χρώματα: μια πράσινο, μια κόκκινο και που και που πορτοκαλί. Για λίγο τα μάτια του θαμπώσαν. Συνήλθε όταν άκουσε τις σειρήνες από δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα, που περνούσαν από τον δρόμο τρέχοντας. «Κάποιο ατύχημα θα είχε γίνει, στην άλλη πιθανώς μεριά της πόλης», είπε από μέσα του. Πέρασε απέναντι· πέρασε σε ένα άλλο κόσμο. Κάθε που άλλαζε τετράγωνο μέσα στην πόλη, αισθανόταν σαν να άλλαζε κράτος, σαν να άλλαζε ήπειρο. Ταξίδευε για χρόνια συνεχώς, φορτωμένος μολύβια και χαρτιά. Στεκόταν και ζωγράφιζε ότι τον άγγιζε· ότι το έβρισκε ενδιαφέρον. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα παγκάκι. Ήταν ένα παγκάκι απ’ εκείνα τα παλιά κι ήταν βαμμένο κίτρινο. Κάθισε πάνω στο παγκάκι· κοίταξε απέναντι. Είδε ένα παλιό αρχοντόσπιτο· του άρεσε. Τότε από μπροστά του πέρασε ένα αγόρι, που χε στα χέρια του μια μπάλα. Το σταμάτησε. «Θέλεις να σε ζωγραφίσω» το ρώτησε. Το αγόρι, του χαμογέλασε. Έβγαλε το μπλοκ του και με το άρχισε να ζωγραφίζει, με το αγόρι να συνεχίζει να κρατάει την μπάλα και πίσω του να έχει ως φόντο το παλαιό αρχοντικό. Το μολύβι στο χέρι του είχε γίνει ένα μαγικό ραβδί, με το οποίο έκανε θα θαύματά του επάνω στο λευκό χαρτί. Το γέμισε κι εκείνο το χαρτί. Μόλις τελείωσε έδειξε την ζωγραφιά που μόλις είχε κάνει στο αγόρι. «Α! Πολύ ωραία ζωγραφίζεις» του είπε εκείνο μόλις την είδε. Εκείνος χαμογέλασε· το χάιδεψε στα μαλλιά. Μετά σηκώθηκε και άρχισε ξανά να περπατάει. Τα μάτια του, ξανά καρφωμένα στα σχήματα, που είχαν τα πλακάκια. Αν άφηνε ελεύθερο τον εαυτό του, θα ζωγράφιζε μοναχά εκείνα τα πλακάκια. Σκεφτόταν πως η ζωή είναι δρόμος κι ο δρόμος ένα βάδισμα επάνω σε πλακάκια. Στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένα πάρκο. Έκανε κι εκεί μια στάση. Κοίταξε τα ευθυτενή πεύκα που υπήρχανε τριγύρω. Εντύπωση του έκανε το βαθύ το πράσινο χρώμα, που είχαν οι πευκοβελόνες τους. Διάλεξε ένα από τα πεύκα· στήθηκε απέναντί του. Κάθισε σ’ ένα μικρό πεζούλι· έβγαλε μολύβι και χαρτί κι άρχισε να ζωγραφίζει. Ένα πεύκο· ένα πεύκο σύμβολο. Ένα σύμβολο μιας νέας εποχής. Ένα δέντρο· μόνο του· ένα· μονάδα. Ότι ζωγράφιζε δεν ήθελε να είναι κάτι το προφανές· ήθελε αυτό να συμβολίζει κι άλλα πράγματα. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο, οι ζωγραφιές του να μεγαλώνουν και να κλείνουν μέσα τους τον κόσμο όλο. Μόλις ζωγράφισε το πεύκο, έβαλε την ζωγραφιά απέναντί του· την κοίταξε με καμάρι. Πήγε κοντά, πήρε την ζωγραφιά στα χέρια του· την έβαλε μαζί με την άλλη. Μετά έβαλε και τις δυο κάτω απ’ την μασχάλη του και ξεκίνησε ξανά να περπατά. Ο δρόμος τον περίμενε. Άρχισε να κινείται πάνω του και πάλι. Στην άκρη της πόλης υπήρχε ένας σιδηροδρομικός σταθμός. Σκέφτηκε ότι κατά βάθος, σε κάθε τέλος, υπάρχει και ένας σταθμός για τρένα, που φεύγουνε προς κάθε προορισμό. Έφτασε εκεί. Πήγε από την άλλη μεριά του σταθμού· εκεί όπου υπήρχαν τα παγκάκια της αναμονής. Είδε ένα μεγάλο αναλογικό ρολόι να υπάρχει κρεμασμένο πάνω σε έναν απ’ τους τοίχους του σταθμού. Το κοίταξε· σχεδόν μίλησε μαζί του. Πήγε κοντά, το περιεργάστηκε, προσέχοντας πολύ τους δείκτες και τους αριθμούς, που ήτανε πάνω του ζωγραφισμένοι. Έκανε πίσω. Ακούμπησε σε ένα απ’ τα παγκάκια του σταθμού κι άρχισε να το ζωγραφίζει. Αφαίρεσε τα πάντα από γύρω του. Ζωγράφισε μόνο τα ρολόι. Ζωγράφισε τον χρόνο, την ώρα, την στιγμή, το όνειρο. Έβαλε όλη του την τέχνη. Όλοι οι τόνοι: του λευκού, του μαύρου κι όλα τα γκρι, υπήρχανε παντού πάνω στην ζωγραφιά εκείνη. Σαν τέλειωσε, σηκώθηκε και με τις τρεις ζωγραφιές που έκανε στα χέρια, περπάτησε πάνω κάτω εμπρός απ’ το σταθμό. Εκεί πήρε την μεγάλη απόφαση. Έβαλε τις τρεις ζωγραφιές μέσα σε ένα μεγάλο φάκελο που είχε μαζί του· τον έκλεισε· έγραψε πάνω στον φάκελο: «ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑ»· κόλλησε πάνω του ένα γραμματόσημο, που έβγαλε απ’ το πορτοφόλι του. Πήγε στο ταχυδρομικό κουτί του σταθμού· έριξε μέσα σε αυτό τον φάκελο. Ένα τρένο σφύριξε μπαίνοντας στον σταθμό· σταμάτησε. Εκείνος πήδηξε πάνω του. Το τρένο σφύριξε ξανά· το τρένο ξεκίνησε· το τρένο έφυγε. Εκείνον που συνήθιζε να ζωγραφίζει, δεν τον είδε άλλη φορά ποτέ κανείς.
Από τη συλλογή πεζών κειμένων “Εικόνες“