Καλπούζος Γιάννης: “Άγιοι και δαίμονες” (απόσπασμα)

Έπιασα να γράψω τούτο το στόρημα ως ιστορητής και ιστορούμενος. Nα περπατήσουν πάνω στο χαρτί όσα μονάχος μου αξιώθηκα να ζήσω και όσα οι μαρτυρίες άλλων ακούμπησαν στην πένα μου. Γιατί πολλών εζήτησα τη βοήθεια και μ’ απολογήθηκαν με το στόμα ή μου τα έδωκαν γραμμένα. Κι είναι και λόγια άλλων όπως τα εκράτησα στον νου μου, γιατί σαν με πήρε αυτός ο πυρετός εκείνοι ήσαν αφανισμένοι απ’ τη ζωή.
Ανίσως δε πλουτίζω με τη φαντασία μου όσα μπροστά δεν ήμουνα, τίποτε δεν αλλάζει απ’ την αλήθεια. Όλα τα βαθύτερα κατά πώς τα περιγράφω συνέβηκαν. Κι αν πελεκώ τις κουβέντες των ανθρώπων όπως ο ντουβαρτζής την πέτρα, είναι για να ημπορεί όποιος θελήσει να μετρηθεί με τις αράδες μου, να εννοεί και να καταλαβαίνει. Κι ακόμα, για να γενεί ετούτο το κτίσμα πιότερο στέριο και παραστατικό. Γιατί τότε, αφότου κινά η ιστορία μου, η γλώσσα μας σαν το θολό νερό ήταν, κι αν έτσι ατόφια την άπλωνα εμπρός στα μάτια σας, οπίσω θα μου εγυρίζατε τα γραφούμενά μου διά να σας εξηγώ. Και πλιο πού να με εύρετε! Κράτησα μονάχα ολίγον από το χρώμα και τη μυρουδιά απ’ όσους μου συντύχαν με τη λαλιά τους κι άφηκα καθώς μου τα έδωκαν τα γραφούμενα. Έτσι, σαν να μυρίζεται κανένας τον καφέ –που καχβέ τον λέγαμε–, να γεύεται μια δυο ρουφηξιές και ίσαμε κει να μένει. Όλον να μην τον πίνει.
Αμά και να ’θελα, δεν θα ημπορούσα ολότελα τη γλώσσα μου να την απαρατήσω. Γιατί ο άνθρωπος ένα γίνεται με τη γλώσσα του, κι αν την αποχωριστεί θε να ’ναι κάποιος άλλος. Θα ’ναι ωσάν να τον χτύπησε συφόρεση, αφήνοντας άγγιχτο το κορμί του και μισό το μνημονικό του. Και τι είναι ο άνθρωπος δίχως το βύζαγμα του χθες; Θεριό κι αγρίμι, και ντονμές και μουρτάτης, κατά πώς λαλούσαμε τους αρνησίθρησκους.
Κι αν καταγίνομαι να κάμω τούτο το στόρημα παραστατικό, είναι για να μη σταθεί ο αναγνώστης αδιάφορος όπως στέκουν οι περσότεροι στα ξένα παθήματα ή στ’ αλαργινά. Γιατί θαρρώ πως έχει να ωφεληθεί ανάβοντας το φιτίλι του στο καντήλι των καιρών μου.
Διά τούτον τον λόγο έλαβα την απόφαση να ιστορήσω τη ζωή μου και τις ζωές των άλλων, αλλά και γιατί στοχάζομαι πως δεν πρέπει να ξεχαστούν. Oύτε να ξοδευτούν και να πάνε όπως τα χρόνια στο κορμί μου απ’ όταν πρωτάνοιξα τα μάτια μου το 1796 και οίδε ποιος μέχρι πότε να θωρούν.
Όμως το κάμνω και διά ιδικόν μου όφελος. Γιατί έρχονται οι θύμησες κι αναστατώνουν την ψυχή μου και θαρρώ, συνταιριάζοντάς τες στο χαρτί, πως με κάποιον τις κουβεντιάζω και με συντροφεύει. Κι όσο συντυχαίνω μαζί του, τόσο πιο καθάριες και ζωντανές φανερώνονται στα μάτια μου. Ωσάν να μου χρωστεί ο Θεός δεύτερη ζωή και μ’ αυτόν τον τρόπο μού τη χαρίζει.
Λαγαρό νερό έρχονται οι θύμησες κι αέρας δίχως τον κουρνιαχτό που σήκωσε το πέρασμα του καιρού, αλλά και όσων οι κάλαμοι ήσαν ποτισμένοι με ζοφή μελάνη, καθώς έκατσε στα μάτια τους το μίσος, η κολακεία και ο ιφτιράς (συκοφαντία), και καθαρά δεν έγλεπαν. Έρχονται οι θύμησες καθάριες αμά και ίδιες φωτιές ολόγυρα. Σταλαματιές μελιού τη μια, δάκρυ πικρό την άλλη. Πότε με τρατάρουν δροσερό λεβάντε, πότε άγρια τραμουντάνα με κλωθογυρίζει όπως το φύλλο στα σοκάκια της Πόλης.
Έρχονται όλα όσα έζησα όπως η πρώτη πυρκαγιά, το πρώτο γιαγκίνι, όθεν θέλησα να κάμω την αρχή σε τούτο το ανάποδο ταξίδι.
(Από το μυθιστόρημα “Άγιοι και δαίμονες” Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ)