Σταμάτης Αλέξης: Μελίσσια

Φαντάσματα. Πίσω από καθέναν από τους 7 δισεκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σήμερα στέκονται κι από δεκαπέντε φαντάσματα. Αυτός είναι ο πολλαπλάσιος αριθμός των ανθρώπων που έχουν ζήσει και πεθάνει σε αυτό τον πλανήτη από την αρχή του χρόνου σε σχέση με όσους ζουν σήμερα. Το διάβασα χθες. Στη Γη υπολογίζεται πως έχουν ζήσει γύρω στα 108 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Τόσος περίπου είναι και ο αριθμός των άστρων του γαλαξία, του δικού μας γαλαξία. Υπάρχει δηλαδή τόσος χώρος στο Σύμπαν ώστε κάθε ένα από τα πλάσματα που έχουν εισπνεύσει τον γήινο αέρα να έχει, δυνητικά, τον δικό του προσωπικό κόσμο. Πάντως το γεγονός ότι το 6,5% των ανθρώπων που πάτησαν από καταβολής κόσμου στη Γη είναι αυτή τη στιγμή ζωντανοί είναι ανατριχιαστικό αν το σκεφτεί κανείς. Όσο για τα δεκαπέντε φαντάσματα που κουβαλάμε, δεν είναι κι εύκολο το βάρος.
Τι κάνω; Τι κάθομαι και σκέφτομαι. Ο Φώτης μου είπε στο τηλέφωνο χθες: «Εγώ που είμαι φυσικός ποσοτικοποιώ ποιότητες κι εσύ σαν συγγραφέας ποιοτικοποιείς ποσότητες». Διαφώνησα.
Η πλέον εθιστική ανθοφορία που μπορεί να υπάρξει είναι η ύπαρξη. Η αέναη καινούργια νεότητα του κάθε πράγματος είναι ανεπανάληπτη, πρόκειται περί ενός μεγαλείου ασύλληπτου, ο ενεστώτας είναι η πιο εκρηκτική γιορτή που μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Είναι ποιότητα pura, τέλος.

(τώρα)
Η γυναίκα ψηλαφεί δίπλα της κι ανάβει ένα πορτατίφ. Είμαι εδώ! λέει μέσα της. Την ανακουφίζει. Κάθε φορά που ανάβει το φως. Δεν κάνει να ’ναι λυπημένη σήμερα. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει πια τι είναι να ’ναι λυπημένη. Τουλάχιστον όπως εννοούσε παλιά τη λύπη. Παρ’ όλα αυτά…
Να μην τα ξυπνάτε αυτά τα πράγματα. Κοιμούνται από χιλιετηρίδες. Αφήστε γιατί τελειώνουν πάντα άσχημα. Με μπερδέματα, εντάσεις, πιθανόν και αίμα.
Να την λοιπόν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι, ανάμεσα σε πέντ’ έξι μαξιλάρια. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με εμφανή τα ίχνη παλιάς ομορφιάς. Είναι ένα υπνοδωμάτιο αστικού σπιτιού. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν κομοδίνα με φωτιστικά. Μίνιμαλ. Ψαγμένα. Διαλεγμένα από άτομο με έμπειρο μάτι, που έχει δει αντίκες σε μεγάλες πρωτεύουσες· που αγοράζει ένα με δύο επιλεγμένα κομμάτια το χρόνο.
Η γυναίκα βάζει το χέρι στη θήκη ενός μαξιλαριού και βγάζει ένα μικρό κουτάκι. Το ανοίγει, βγάζει ένα τσιγάρο κι έναν αναπτήρα. Ανάβει το τσιγάρο. Καπνίζει, δυο τρεις ρουφηξιές, το σβήνει στο πίσω μέρος του κομοδίνου. Τοποθετεί το σβησμένο τσιγάρο μέσα στο κουτάκι και το κρύβει πάλι μέσα στη θήκη του μαξιλαριού. Υπάρχει ένα κουδουνάκι στο κομοδίνο. Το χτυπάει. Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα. Δεν συμβαίνει τίποτα. Το ξαναχτυπάει.
Η γυναίκα αναστενάζει, μοιάζει να δυσφορεί. Σαν όλα να της φταίνε. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Τίποτα δεν είναι ακριβώς έτσι.
«Πού είσαι! Πού είσαι; Μα πού είσαι, γαμώτο!» Απευθύνεται κάπου έξω από το δωμάτιο.
Στο χώρο μπαίνει ένας άντρας σχετικά κοντός, αδύνατος, οστεώδης, φαλακρός, με νευρική κίνηση, την οποία προσπαθεί ωστόσο να ελέγξει ώστε να φαίνεται όσο πιο ήρεμος γίνεται μπροστά στη γυναίκα. Φοράει σκούρα ρούχα και στο πρόσωπο μια μάσκα για μικρόβια.
«Συγγνώμη, μ’ όλο αυτό το ξενύχτι χθες…» Φωνή οξυμμένη, πολύ κοντά στο συγκεκαλυμμένο νευρώδες της κίνησης.
Η γυναίκα τον κοιτάζει με μισό βλέμμα.
«Κοιμόσουν; Εγώ πεθαίνω κι εσύ κοιμάσαι; Εσύ με τη μάσκα κοιμάσαι;»
«Δεν σου ’δωσα το χάπι σου;» ρωτάει ο άντρας.
«Δεν μ’ έπιασε», σχολιάζει εκείνη. Οι ανάλαφροι φίλοι, τα βαρβιτουρικά.
«Δεν μπορεί», επιμένει ο άντρας.
Η γυναίκα ανασηκώνεται. Δείχνει αδύναμη. Πρέπει να ’χει περάσει πολύ χρόνο σε αυτό το κρεβάτι. Ακόμα κι αυτή η μικρή κίνηση όμως έχει χάρη. Κομψότητα. Είναι ένα πλάσμα elegant από κορυφής έως ονύχων. Πρόκειται γι’ αυτό που λέμε μια noble ύπαρξη. Το αγγλικό ας το αποδώσουμε στη βρετανική παιδεία της μάνας της. Η γυναίκα αυτή ήταν μύθος. Δυναμική, έντονη. Στοιχεία που πέρασε στην κόρη της. Αλλά και άγιος άνθρωπος, σπλαχνικός. Ευγενής με έψιλον κεφαλαίο. Λένε, το σημάδι του ευγενούς ανθρώπου είναι να μην ξέρει τι θα πει ζηλοφθονία. Τότε, μικρή αναθεώρηση: η κόρη ήταν μια ζωή noble με αστερίσκο. Γνώριζε καλά το «τέρας με τα πράσινα μάτια», τη ζήλια.
«Δεν μ’ έπιασε. Έλα πιο κοντά. Κοίτα με».
«Έρχομαι».
«Κοίτα με, άνθρωπέ μου!»
«Σε κοιτάζω, Αγάπη».
Βρίσκονται ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο και κοιτάζονται – η μία ηλικιωμένη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ο άλλος μεσήλικας με τη μάσκα που τον κάνει να μοιάζει με τρελό επιστήμονα. Η εικόνα φαίνεται σχεδόν αστεία. Που φυσικά δεν είναι.

Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ