Οι άνθρωποι ομορφαίνουν στ’ αεροδρόμια
Ιδίως αυτοί που ταξιδεύουν μόνοι
Και σπάζει κάποια λεπτομέρεια στο ντύσιμο
Ή στις αποσκευές τους
(Ένα μαντίλι κάπως πρόχειρα δεμένο πάνω στη βιασύνη
Κάποιο κουμπί που λησμονήθηκε και αφήνει
Να υπονοείται του λαιμού μία γραμμή ή του στήθους
Ένας βραχίονας βαλίτσας που μαζεύτηκε λοξά)
Την αυστηρή συγκρότηση και την αυτάρκειά τους
Ή την κρυφή αγωνία τους να τελειώνει αυτή η μοναξιά
Κι έτσι απ’ όλες τις εικόνες της μητέρας σου
Πρωτίστως επανέρχεται στη μνήμη
Εκείνη από το μοναδικό των ύστερων χρόνων της ταξίδι
Όταν την είδες πίσω από το τζάμι
Στην αίθουσα αναμονής μια βραδινής πτήσης γι’ Αθήνα
Να βγάζει με μια κίνηση αυτάρεσκη
Από την τσάντα της ένα απ’ τα ημερολόγια
Που ήξερες καλά σε ποιο ολοφάνερο σημείο μες στην κουζίνα της
τα μάζευε
Και ποιες σελίδες διάλεγε ν’ αφήσει εκτεθειμένες
Με κείνους τους αδέξιους ρομαντικούς αφορισμούς
Ανθρώπου που δεν του δόθηκαν
Τα μέσα να υποκρίνεται όπως πρέπει πικρή ευαισθησία και συντριβή
Γυρεύοντας κατόπιν με το βλέμμα
Κάποια επιδοκιμασία, μία κουβέντα ενθάρρυνσης
Μια έγκριση εκείνου που υποτίθεται πως «ήξερε απ’ αυτά» – ματαίως:
Συγκαταβατικά χαμόγελα μονάχα
Πεισματική σιωπή κι ας καταλάβαινες
Ότι δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει τόση αλαζονεία
Ότι δε γνώριζε (μήπως μονάχα εκείνη; – α, πόσοι άλλοι…)
Πως ήταν όλη εκείνη η δήθεν περισπούδαστη ασχολία σου
Μία πλαστή αναμέτρησή σου με το τίποτε
Μια κίνηση διαρκείας αυτάρεσκη όπως εκείνη η στιγμιαία δική της
Που μες στην κάπως άδεια αίθουσα αναμονής
(όπως αυτές που χρόνια τώρα επινοείς για να ‘ρθει ο ύπνος)
Την έκανε για μια στιγμή να μοιάζει άλλη
Κάποια που ίσως θα μιλούσε γλώσσα ξένη
Οι σημειώσεις της θα γέμιζαν διαδοχικές πυκνές σελίδες
Και το μαντίλι στον λαιμό της θα υπενθύμιζε
Μια ωραιοπάθεια παλιά και ματαιωμένη
Κι ήθελες να γυρίσεις και να μπεις
Στην αίθουσα σαν άγνωστος
Για να της πιάσεις την κουβέντα
Σαν να ‘ταν πράγματι κι εκείνη μια γυναίκα ξένη
Όπως και πάντοτε είναι αυτές
Που μαζί τους για την ποίηση μιλάμε.
(Από την ποιητική συλλογή “Ο πειρασμός της γραφής“, εκδόσεις Μελάνι, 2015)