Λαζαρίδου Όλια: Η προσευχή του ελάχιστου

Κύριε,
τώρα, που καίγεται η στιγμή,
σαν το παλιόχαρτο,
κι ο ήλιος σου με τυφλώνει
μ’ επαναληπτικές ριπές,
άκου την προσευχή μου,
εμένα, του ελάχιστου.
Χάρισε λίγη δροσιά,
σκάψε μου ένα λακκάκι,
να θάψω μέσα του αυτό.
Το αδηφάγο και βασανιστικό
Αυτό.
Πάντα πεινασμένο.
Κλάδεψε τον ύπνο μου,
να κλείσουν οι δίοδοι του Άδη,
το χώμα απ’ τα μάτια και τ’ αυτιά.
Να μην παρακαλάμε πια,
κανείς να μην παρακαλάει.
Να έχουμε.
Κύριε,
είμαι κάτι λιγότερο από σκουπιδοσακούλα.
Μέσα μου έχουν στοιβαχτεί
όλες οι σιδερένιες νύχτες,
που κανένα ποταμάκι από δάκρυα
δεν τις μαλάκωσε ποτέ.
Η τρύπα του υπονόμου είμαι,
ένα χαρτί που τσαλακώθηκε
και πετάχτηκε βιαστικά,
πριν προλάβει να διαβαστεί,
δεντράκι είμαι,
που έγειρε
κάτω απ’ το ίδιο του το βάρος.