Ήπιε την πρώτη γουλιά από το τσάι του. Δέχτηκε με ανακούφιση, σχεδόν με απόλαυση, την έντονα πικρή γεύση που έγδαρε τον ουρανίσκο του. Με ήρεμες, μεθοδικές
κινήσεις άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Λογαριασμοί της εφορίας,
αποδείξεις ενεχυροδανειστηρίων, διοικητικές και δικαστικές αποφάσεις, κατασχετήρια,
αποτελέσματα πλειστηριασμών, όλα μπήκαν σε χρονολογική σειρά σε μια άψογα
τακτοποιημένη στοίβα.
Ήπιε μια δεύτερη γουλιά. Θεέ μου πόσο πικρή είναι η λύτρωση! Άρχισε να ξεφυλλίζει
το βιβλιάριο υγείας της Τασίας. Καημένη Τασία. Τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια πλήρωνε
εισφορές, και το βιβλιάριο ανέγγιχτο – ούτε ασπιρίνη. Κι ύστερα ήρθαν εκείνοι οι πόνοι, οι
εμετοί, το αίμα. Τρείς μήνες για να εξασφαλίσει ένα πρώτο ραντεβού με γιατρό, άλλους
δυο για να προγραμματιστούν οι ειδικές εξετάσεις, έξι μήνες ώσπου να πάρει σειρά για την
εγχείρηση. Λίγες ώρες πριν τη βάλουν στο χειρουργείο τον είχε φωνάξει ο γιατρός, «για να
γίνει η εγχείρηση θα πρέπει να μου καταβάλετε…». Άντε ξανά αναβολή, άντε να βρει να
δανειστεί, άντε να βρεθεί καινούργια ημερομηνία…· όταν επιτέλους την άνοιξαν ο καρκίνος
δεν έπαιρνε γιατρειά. Αυτό βέβαια του το ομολόγησαν μόνο στο τέλος, αφού είχε πρώτα
εξανεμιστεί και η τελευταία τους δεκάρα σε χημειοθεραπείες με φάρμακα που «… είναι σε
έλλειψη στο ΕΣΥ και θα πρέπει να τα πληρώσετε μόνοι σας, για να γίνουν παραγγελία από
το εξωτερικό». Πώς το είχε πει ο Λοβέρδος; Ζούνε πολύ αυτοί οι Έλληνες; Κάπως έτσι. Ε, η
Τασία του έκανε το χατίρι. Έφυγε πριν κλείσει τα εξήντα, χωρίς να επιβαρύνει το δημόσιο
ούτε με μιας μέρας σύνταξη.
Τρίτη γουλιά. Άσπρο πάτο! Τελικά δεν ήταν και τόσο πικρό. Θύμιζε άλλωστε αμυδρά
το λικέρ αμύγδαλο που έφτιαχνε τον καλό καιρό η Τασία. Άναψε τσιγάρο. Είχε και τα καλά
της αυτή η ιστορία. Τρία χρόνια είχε να βάλει τσιγάρο στο στόμα του, από τότε που του το
είχαν απαγορέψει οι γιατροί. Ρούφηξε ηδονικά τον καπνό. Ήδη τα μέλη του είχαν αρχίσει
να μουδιάζουν. Μήπως ήταν η ώρα; Όχι, ακόμα λίγο…
Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία της Ηλέκτρας. Κοριτσάκι μου… Δυο χρόνια
φευγάτο, είχε πάρει των ομματιών του να βρει κάπου δουλειά – όχι τίποτα σπουδαίο, απ’
αυτές που σε πληρώνουν στο τέλος του μήνα και το αφεντικό δεν κυνηγάει να σε
κουτουπώσει. Όμως τέτοιες δουλειές στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πια.
Τα πιο πολλά είχε καταφέρει να της τα κρύψει. Όταν ήρθε για την κηδεία της Τασίας,
δεν της είπε τίποτα. Ούτε για τους εκβιασμούς του μαθητή του Ιπποκράτη, ούτε για τις
επιστολές του γενικού γραμματέα εσόδων, ούτε για τα τηλεφωνήματα από τις εισπρακτικές
εταιρείες, ούτε για τις επισκέψεις των φουσκωτών…
Ένιωσε τα πόδια του να παγώνουν, το βλέμμα του να θολώνει. Ήταν η ώρα. Με
τρεμάμενα χέρια τύλιξε σφιχτά την αλληλογραφία του με το δημόσιο, φτιάχνοντας ένα
παχουλό μασούρι. Ο ίδιος παλιός τενεκεδένιος αναπτήρας που είχε ανάψει το τελευταίο
του τσιγάρο, έβαλε φωτιά και στον αυτοσχέδιο δαυλό του. Με όσες δυνάμεις του είχαν
απομείνει πέταξε τα αναμμένα χαρτιά στη λιμνούλα από βενζίνη που είχε σχηματίσει κάτω
από την κουρτίνα. Αγκάλιασε τη φωτογραφία της Ηλέκτρας και ξάπλωσε αναπαυτικά στον
καναπέ. Ο τελευταίος ήχος που άκουσε ήταν το γάργαρο γέλιο της την ώρα που
σκαρφάλωνε στους ώμους του για να κάνει άλλη μια βουτιά στη θάλασσα. Τότε, πριν
τριάντα χρόνια…
Όταν έφτασε ο δικαστικός επιμελητής, συνοδευόμενος – για παν ενδεχόμενο – από
ένα περιπολικό της αστυνομίας, η φωτιά είχε σβήσει και το ανακριτικό της πυροσβεστικής
ερευνούσε τα αίτια της πυρκαγιάς ενώ οι τραυματιοφορείς ανέσυραν από τα συντρίμμια
του σπιτιού το απανθρακωμένο πτώμα ενός ανδρός – που κατά πάσαν πιθανότητα ανήκε
στον πρώην ιδιοκτήτη.
Το διήγημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη “Διαδρομή Χ95″ είναι από τη συλλογή “Εγκλήματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής” [Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ]