Χωρεάνθη Ελένη: Τα «Θέλω» του Κίμωνα Ροδίνη

Γόνος επιφανούς και πλούσιας παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας πολιτικών
με γονικές ρίζες στον Πόντο και τη Σμύρνη, με ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα,
μεταπτυχιακά και διδακτορικά στο εξωτερικό, ο Κίμων Ροδίνης, στα είκοσι οκτώ του
χρόνια είχε όλα τα προσόντα, τυπικά και ουσιαστικά, και τις καλύτερες προϋποθέσεις
να σταδιοδρομήσει πολιτικά. Μπορούσε να εξελιχθεί διεκδικώντας με το σπαθί του
ανώτατα αξιώματα και να είναι σήμερα ένας προβεβλημένος πολιτικός παράγων
συνεχίζοντας την παράδοση της οικογένειας Ροδίνη με την ενεργό συμμετοχή του
στην πολιτική. Τρεις συνεχόμενες γενιές ίσαμε τον πατέρα του έπαιξαν σημαντικό
ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας και της ιδιαίτερης πατρίδας του, ειδικότερα.
Σε περίπτωση που δεν θα ακολουθούσε το πατροπαράδοτο επάγγελμα του
πολιτικού, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας εξαίρετος πανεπιστημιακός δάσκαλος
ή ένας έγκριτος ποινικολόγος με προοπτική λαμπρής καριέρας στον δικαστικό κλάδο.
Ωστόσο, μπορούσε να καταλήξει στην πολιτική και δι’ άλλης πλαγίας οδού. Από
καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, έφτανε ένα απλό
τηλεφώνημα του πατέρα του για να βρεθεί ξαφνικά Υπουργός Δικαιοσύνης μιας
μεταβατικής, έστω, Κυβέρνησης! Να φτάσει στο στόχο της οικογένειας, δηλαδή,
χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε και δίχως να είναι υποχρεωμένος να ξεκινήσει
από τις Λαϊκές αγορές και τις φτωχογειτονιές μοιράζοντας απλόχερα χαμόγελα και
υποσχέσεις εξαγοράζοντας ψήφους για μια θέση βουλευτή μεταξύ των τριακοσίων
αντιπροσώπων του λαού στο Κοινοβούλιο.
Μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις, κυριολεκτικά, στα πούπουλα μέσα σ’
ένα χρυσό κλουβί, σ’ ένα θερμοκήπιο αγάπης, στοργής και προστασίας με τα
απαραίτητα όσο και δολοφονικά «πρέπει» και δεν «πρέπει», όλοι τον θεωρούσαν,
εκτός από «παιδί μάλαμα και παιδί θαύμα», λόγω πρώτου βαθμού διαπιστωμένης
επιστημονικά ευφυΐας, ήταν αναμφιβόλως πρότυπο και βιτρίνα μιας καθώς πρέπει
μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας. Ένα παιδί καλοπροαίρετο, υπάκουο, που δεν
αντιδρούσε ποτέ αρνητικά σε ό, τι επέβαλλε το οικογενειακό δίκαιο, ένα παιδί που
έκανε ό, τι «έπρεπε για το καλό του», πάντα.
Επρόκειτο για ένα παιδί στο μέλλον του οποίου όχι μόνο οι γονείς και οι στενοί
συγγενείς, αλλά και όσοι είχαν κάποια μακρινή συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας
ή όποια άλλη σχέση, π. χ. κουμπαριά με την οικογένεια, είχαν εναποθέσει τις ελπίδες
τους και ήταν βέβαιοι πως θα ανταποκρινόταν στις δικές τους προσδοκίες και θα
ικανοποιούσε τις απαιτήσεις όλων, όσον αφορά διορισμούς, θέσεις, κατά το ειωθός,
και θα έκανε υπερήφανη την οικογένειά του και όχι μόνο. Αλλά τους διέφευγαν
μερικές ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως: Ότι ο Κίμων, εκτός από τα τυπικά και τα
ουσιαστικά προσόντα, είχε κι ένα τόσο δα Εγώ. Είχε και θέλω, είχε και μπορώ, είχε
και διεκδικώ. Είχε προσωπικότητα! Και, ίσως, κάποια στιγμή θα ήθελε να αποφασίζει
εκείνος για τον εαυτό του και για το μέλλον το δικό του!

Το δικαίωμα κάθε ατόμου, επομένως και κάθε νέου να έχει Εγώ, Θέλω και Μπορώ
να αποφασίζω ο ίδιος για τον εαυτό μου, αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες τις
αγνοούσε και ο Κίμων ίσαμε τότε που βρέθηκε μόνος στο εξωτερικό. Το ανακάλυψε
όταν η πρώτη υποτροφία που πήρε μετά την αποφοίτησή του με άριστα από τη
Νομική Σχολή Αθηνών του άνοιξε τη θύρα εξόδου από τον οικογενειακό κλοιό και
από την υπερπροστατευτική αγάπη της μητέρας του, μιας τεράστιας αγάπης που είχε
καταντήσει εξάρτηση και άγγιζε τα όρια μητρικής δουλοσύνης. Πρώτη φορά στη ζωή
του, ίσαμε τα 24ά του χρόνια, ο Κίμων ένιωσε ελεύθερος και ωραίος, ανεξάρτητος,
ικανός να διαχειριστεί ο ίδιος τον εαυτό του και τα ΘΕΛΩ του.
Όσα χρόνια τον κράτησαν στο εξωτερικό τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά,
και δεν ήταν και λίγα, προκειμένου να επιστρέψει πάνοπλος για να ριχτεί στην
αρένα της πολιτικής, ο Κίμων βρέθηκε έξω και μακριά από το πολιτικό οικογενειακό
θερμοκήπιο, απογαλακτίστηκε, ένιωσε δυνατός, απόκτησε αυτογνωσία. Είδε τον
εαυτό του έξω από τις προσδοκίες και τα «θέλω» των άλλων, συνειδητοποίησε τη
δύναμή του. Συνάντησε κι άλλους νέους σπουδαστές με διαφορετικά διαφέροντα
και δημιούργησε αληθινή φιλία με δύο, κυρίως, νέους υποτρόφους του Ι. Κ. Υ. , τον
Αλέξη Χρυσάνθου, αστροφυσικό και τον γιατρό Πέτρο Αντωνίου ειδικευόμενο στην
επιδημιολογία. Απώτερος σκοπός και προορισμός και των δύο ήταν η Ν. Α. Σ. Α.
Η δυνατή και ειλικρινής εκείνη φιλία στάθηκε ικανή να ανατρέψει τα σχέδια και
τις προοπτικές όλων. Τον μεν Κίμωνα να απομακρύνει τελεσίδικα από την πολιτική
και τους άλλους δύο να στρέψει σε εντελώς διαφορετικό από τον αρχικό, αλλά σε
κοινό προορισμό. Πάνω στον ενθουσιασμό και στην ορμή της νιότης, αποφάσισαν να
ενώσουν τις δυνάμεις τους και να σώσουν τον κόσμο από τη δυστυχία. Πώς;
Το «πώς;» το είχαν αφήσει για αργότερα.

Ο Κίμων, προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση των δικών του, όταν επέστρεψε
και ήταν όλα έτοιμα να καθίσει στην ιστορική καρέκλα και να συνεχίσει το
πατροπαράδοτο επάγγελμα, μάζεψε τα προσόντα του, τα διαπιστευτήρια των
σπουδών, δηλαδή, και τα καταχώνιασε στο βάθος του τελευταίου συρταριού της
βιβλιοθήκης στο δωμάτιό του στη σοφίτα. Εκεί που μια ολόκληρη ζωή φυλακισμένος
διάβαζε και μελετούσε δικονομίες και ποινικά δίκαια. Αντί να ακολουθήσει
την «πεπατημένη», παρέκαμψε και πήρε το μονοπάτι της δικής του επιλογής.
Προτίμησε να κάνει αυτό που ο ίδιος ήθελε για τον εαυτό του.
Αποφασισμένος να ξεφύγει μια και καλή από την οικογενειακή παράδοση,
διέρρηξε με γενναιότητα τα δεσμά της οικογενειακής δουλοσύνης και γύρισε την
πλάτη σ’ ένα σίγουρο επάγγελμα. Αδιαφόρησε για το ετοιμασμένο για την πάρτη του
οικογενειακό δικηγορικό γραφείο, εξοπλισμένο πλήρως, στρωμένο με ακριβά χαλιά
εδώ και τρείς, δεκαετίες. Περιφρόνησε δεόντως την ιστορική καρέκλα που είχαν
καθίσει πάνω της σπουδαίοι νομικοί, επιστήμονες μεγάλου βεληνεκούς, ρήτορες,
εξέχοντες πολιτικοί άντρες καριέρας, συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του,
ονόματα τρανταχτά, προσωπικότητες κύρους που άφησαν εποχή. Προτίμησε να γίνει
επιχειρηματίας, ένας «ασήμαντος μπακάλης», κατά την εκτίμηση των γονιών του και
όλων των συγγενών, των πολιτικών φίλων και των οπαδών που στο πρόσωπό του
έβλεπαν τον δικό τους πολιτικό άντρα και ό, τι αυτό συνεπάγεται και σημαίνει.
Όλοι, καθένας για λογαριασμό του, τον περίμεναν πώς και πώς να γυρίσει από το
εξωτερικό, να καθίσει στην ιστορική καρέκλα για να του εναποθέσουν τις ελπίδες και
τις προσδοκίες τους. Ένας σπουδαγμένος νέος με τόσα πτυχία και με οικογενειακή
παράδοση στην ενεργό πολιτική, τι άλλο μπορούσαν όλοι να προσδοκούν και να
περιμένουν, εκτός από την εξυπηρέτηση των προβλημάτων τους και των ατομικών
τους συμφερόντων;
Ο Κίμων, ωστόσο, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα που τον
περίμενε, δήλωσε ευθαρσώς:
«Θέλω να είμαι ανεξάρτητος, να κάνω κάτι δικό μου. Δεν μπορώ, δεν ανέχομαι
να είμαι υποχρεωμένος να ζω μέσα στο ψέμα και στην υποκρισία. Δεν ανέχομαι
να κάνω πράγματα που επιβάλλουν παγιωμένες καταστάσεις, πράγματα που δεν τα
σηκώνει η συνείδησή μου. Δεν θέλω να είμαι και δεν θα γίνω υποχείριο κανενός».
Η δήλωση έπεσε σαν βόμβα και τους άφησε όλους σύξυλους.
(Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα)