Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα: Τα γράμματα

Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα
και που να τα βρώ
Το #Άλφα θα το ‘βρισκα
σε άγριο τοπίο φτερό ανάσα άσπρου πουλιού
σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το #Βήτα στα βότανα.
Έψαχνα για φάρμακο
ν’ αλαφρώσει το βάρος
του ήλιου που πέφτει
ν’ αντέξω την τέφρα
της νύχτας κάθε φορά
η τελευταία νύχτα.
Το #Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου
πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη,
καθαρή να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα
τραγούδια με την παράφωνη ύπαρξη μου παρ’ όλα αυτά.
Κι ήταν κι εκείνο το #Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου
ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα
ούτε αυτόν τον #Έρωτα.
Και έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο #Ενοχή έβρισκα
που δεν ήταν σβησμένη.
Θα ‘γραφα ένα μεγάλο γράμμα
στα γράμματα….
θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά όταν λαθεύω,
όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι,
όταν παρερμηνεύω
τις καλοσύνες της ημέρας,
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα
θ’ άρχιζα χαιδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά μου σύμφωνα πως βγήκατε ξαφνικά
σαν μυρμήγκια από τη γή
και μπήκατε σε μια σειρά,
σ’ ένα σκοπό μαυριδερά
με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε γιατί
εγώ δεν ξέρω πως πλάστηκα
από που έρχονται εκείνα τα δάκρυ που εσείς με τόση φυσικότητα
περιγράφετε τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα,
ξέχασα σα να το ‘χα ζήσει,
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν,
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα,
τρέμει γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει
και ν’ αποκαλύπτει το τίποτα.