Αγγελόπουλος Άγγελος Ευθ.: Τη λέγανε Αγάπη

Στις αφηγήσεις του ήταν τόσο παραστατικός που ένιωθες σα να σε μεταφέρει σε άλλο χώρο κι άλλο χρόνο. Κι έκανε να ζωντανεύουν και τα πιο άψυχα αντικείμενα γύρω του. Κάποτε μου είχε αφηγηθεί ένα περιστατικό από τη ζωή του, που πρόχειρα το έγραψα και το ξαναβρήκα ξεχασμένο στα χαρτιά μου.

«Είχα πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου και πέρασα από πολλά χωριά και κωμοπόλεις της Αλβανίας. Ήταν τέλος Φλεβάρη του 1941, με χιόνια, υγρασία και κρύο τσουχτερό. Βρέθηκα τότε κοντά στο Πόγραδετς, σε ένα μικρό χωριό που δεν θυμάμαι το όνομά του. Πεινούσαμε φρικτά. Με τα λίγα αρβανίτικα που ήξερα από τη γιαγιά μου προσπάθησα να συνεννοηθώ για να ανταλλάξω λίγη ζάχαρη με αυγά σε ένα από τα ντόπια σπίτια. Και ήταν και τρεις συστρατιώτες μου μαζί, που ακολουθούσαν από μακριά σαν οπισθοφυλακή, για τη δική μου προστασία.

Ήταν σούρουπο όταν κτύπησα την πόρτα. Ένα χαμόσπιτο ήταν κάπου στην ερημιά, ξεκομμένο από τα άλλα σπίτια του οικισμού. Την ξύλινη πόρτα του άνοιξε μια γριά τσιγγάνα. Φοβήθηκα λίγο στην αρχή∙ αυτή έμοιαζε με φάντασμα.

¨Έχω ζάχαρη¨, είπα αλβανικά, ¨καμ σεκέρ¨ και μετά ζήτησα αυγά, ¨ντούα βεζ¨. Η γριά τσιγγάνα με κάποια αποστροφή, έδειχνε να θέλει να με διώξει. Κούνησε αρνητικά τα χέρια σα να έλεγε ότι δεν υπάρχει τίποτα για να δώσει.

Σύνωρα, πρόβαλε στην πόρτα, παραμερίζοντας την γριά, μια όμορφη νέα τσιγγάνα. Σαν να ονειρευόμουνα μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή και ήταν σαν να έβλεπα μια μελαχρινή Παναγιά από άλλο κόσμο. Τι μάτια και τι λυγερό κορμί! Λάμπανε σαν αναμμένο κερί μες στο αμυδρό σκοτάδι. ¨Τι θέλεις φαντάρε¨, είπε στα ελληνικά, με ύφος ζεστό και μετά με κάλεσε να μπω στο καλύβι.

Μπαίνοντας είδα να καίει στη γωνιά σε μαγκάλι μια φωτιά και ένιωσα σαν άγριο ζώο που έψαχνε ζεστασιά και πιο πολύ να βρει κάτι για να φάει. Ύστερα αυτή μου έβαλε ένα πιάτο με ζουμί ζεστό με λίγα φασόλια και ένα παξιμάδι σκληρό και είπε ¨φάε, εσύ πολύ πεινάς!¨.

Κι όταν ζεστάθηκα και ένιωθα πιο χαλαρά ήλθε η ώρα που σκεφτόμουν αν πρέπει να φύγω ή να κάτσω κι άλλο. Μες στο μυαλό μου, όμως, σα να ξύπναγε και μια ανάμνηση παλιά, που έμενε ακαθόριστη και σκεπασμένη. Μήπως ήταν όνειρο όλα αυτά ή φαντασίες του μυαλού μου, αναρωτιόμουν. Κάτι μου έλεγε πως κάπου την ήξερα τη γυναίκα αυτή. Αλλά και πάλι δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε και πού την είχα συναντήσει.

Μετά τη ρώτησα για το όνομά της και αυτή απάντησε ότι την λέγανε Αγάπη. Ακόμη είπε, ότι προπολεμικά πουλούσε κεντήματα στη Δυτική Πελοπόννησο και ότι τώρα με τον πόλεμο είχε αποκλεισθεί στην Αλβανία. ¨Είμαι Σέρβα στην καταγωγή, μα έχω όλα τα Βαλκάνια για πατρίδα¨ είπε χαμογελώντας με τα άσπρα δόντια και τα κόκκινα χείλη της .

Άρχισα τότε να ξαναθυμάμαι ποια ήταν η Αγάπη και ήλθαν εικόνες από τη ζωή μου, ξεχασμένες. Την είχα ποθήσει κι εγώ, όπως κι άλλοι όταν την βλέπαμε σαν αγρίμι να γυρίζει στα χωριά μας. Και μίλαγαν για αυτήν πάντα με προσμονή και πόθο οι ερωτύλοι της προπολεμικής εποχής στα καφενεία του χωριού μας.

Ένα κύμα από αναμνήσεις μακρινές ήλθαν και γέμισαν το μυαλό μου. Οι εξοχές και τα λουλούδια και η σκαμμένη γη και το αγαλματένιο σώμα της γυναίκας. Και η θάλασσα με την αλμύρα της και τα μικρά κρινάκια στους αμμόλοφους της πατρίδας. Μα ήταν ακόμη ένα μυστήριο πώς βρέθηκε μπροστά μου.

Όσο κι αν ήθελα πολύ να κοιμηθώ εκεί μες στη ζεστή αγκαλιά της όμορφης τσιγγάνας, δεν μπορούσα και χωρίς καθυστέρηση έπρεπε να ξαναγυρίσω στη βάση μου και στους άλλους συντρόφους.

Αυτή με αποχαιρέτησε τότε με αγκαλιά κι ένιωσα το γλυκό της χνώτο στο κρύο πρόσωπό μου. ¨Στρατιώτη, μετά τον πόλεμο θα σε ξαναδώ, στην πατρίδα σου θα έρθω να πουλήσω τα κεντήματά μου¨, μου είπε.

Ναι θα την ξαναδώ, μόλις τελειώσει ο πόλεμος, αν ζήσουμε, σκέφτηκα χωρίς να μιλήσω. Αλλά δεν ήμουν σίγουρος σε ποια πατρίδα της θα την βρω, έτσι που αυτή ζούσε σαν τα πουλιά που αλλάζουν τόπο. Τη λέγανε Αγάπη και για πατρίδα είχε ολόκληρη τη Βαλκανική και ας την είχα τυχαία συναντήσει τότε στο Πόγραδετς της Αλβανίας».

Αυτή την ιστορία μου είπε ένας άνθρωπος παλιός, που τύχαινε να είναι στο επάγγελμά του μάστορας ξυλουργός και θα μπορούσε ίσως να έχει γίνει και τεχνίτης της αφηγηματικής τέχνης, αν είχε γεννηθεί σε διαφορετική εποχή κι αν οι διάφορες περιστάσεις της ζωής του τον είχαν ευνοήσει.