Η ζωή συντρίβει τον άνθρωπο μέχρι του σημείου να μη μείνει τίποτε απ’ αυτόν, ούτε καν μια υγρή κηλίδα. Τον συντρίβει όπως θα τον συνέτριβε ένας βράχος. Άντον Τσέχοφ
Πήρες το γράμμα μου και αναρωτιέσαι ποιος είμαι, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, θα εκπλαγείς. Ενώ εγώ ξέρω τα πάντα για σένα, εσύ αγνοείς ακόμα και την ύπαρξή μου. Διάβασέ το προσεκτικά, ξαπλωμένος αναπαυτικά στη δερμάτινη πολυθρόνα σου, αυτήν που έχεις μπροστά στο γραφείο σου. Μη βιαστείς να το τελειώσεις. Μη βιαστείς και θα καταλάβεις γιατί.
«Άμα μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα ζήταγα εσένα για γυναίκα μου».
«Και τώρα δεν είναι αργά».
Αυτές οι φαινομενικά αθώες φράσεις ήταν η αρχή των πάντων. Δημιούργησαν παλιρροϊκά κύματα τόσο ισχυρά, που σάρωσαν τη μικρή κοινωνία της Τραχήλας. Και δεν έμειναν εκεί. Οι συνέπειές τους επεκτάθηκαν στο χώρο και το χρόνο, επηρεάζοντας με τρόπο καταλυτικό τους ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναμείχθηκαν σε αυτή την ιστορία. Αν εκείνοι που τις ξεστόμιζαν είχαν υπόψη τους τι θα επακολουθούσε, είναι βέβαιο πως δε θα άνοιγαν το στόμα τους. Δε θα ’λεγαν κουβέντα. Και τότε η μοίρα όλων μας θα ήταν διαφορετική.
Καταρχήν, ο χώρος.
Η Τραχήλα είναι ένα τυπικό θαλασσοχώρι της μεσσηνιακής Μάνης, της λεγόμενης και Έξω Μάνης. Ακόμα και σήμερα τα χαρακτηριστικά του δεν έχουν αλλοιωθεί, σε αντίθεση με την πλειονότητα των χωριών της Ελλάδας, που μιμούνται το χάος της πρωτεύουσας. Η Τραχήλα κουρνιάζει ανάμεσα στο Οίτυλο και την Καρδαμύλη, τοποθεσίες που αναφέρονται στην «Ιλιάδα». Η περιοχή είναι γεμάτη θαλάσσια σπήλαια, απαράλλακτα από την εποχή του Ομήρου, και βράχια με κοιλώματα όπου συσσωρεύεται το αλάτι, τα αλατοχώραφα. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από πελεκητή πέτρα, δωρικά, συμπαγή, λειτουργικά. Όλο το μέρος θυμίζει οικισμό της Κορσικής ή της Σαρδηνίας –ένα μικρό Παλέρμο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως μεταξύ της Μάνης και της Κάτω Ιταλίας υπήρχε από παλιά ιδιαίτερη σχέση. Μια από τις πλευρές της σχέσης αυτής είναι και η γλώσσα. Πολλές ιταλικές λέξεις έχουν περάσει στην καθομιλουμένη. Όπως η λέξη βεντέτα. Σημαίνει εκδίκηση. Στη Μάνη το έθιμο της αντεκδίκησης ονομάζεται γδικιωμός ή δικιωμός ή χρέος του αίματος. Είναι η πρωταρχική μορφή ποινής, η απονομή της δικαιοσύνης, το εθιμικό δίκαιο. Η βεντέτα είναι εσωτερική υπόθεση και δεν επιτρέπεται να αναμειγνύονται σε αυτήν ξένοι. Η θέση του ξένου στη Μάνη είναι τιμητική, το πρόσωπό του θεωρείται ιερό.
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν ο Σταύρος Γαβράς, τον καιρό που πρωτόρθε στη Μάνη. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε τούτο τον ξερότοπο ήταν εμπορικοί. Ο Σταύρος Γαβράς ήταν λαδέμπορος. Δεκάδες εκατοντάδες τενεκέδες λαδιού περνούσαν κάθε χρονιά από τα χέρια του. Το μανιάτικο λάδι θεωρείτο καλύτερο από το αθηναϊκό και το αμφισσιώτικο. Έκανε εξαγωγές ακόμα και στη Μαύρη Θάλασσα, όπου γινόταν ανάρπαστο. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο Σταύρος Γαβράς χρειάστηκε να ταξιδέψει στη Μάνη για να επιβλέψει μια μεγάλη παραγγελιά. Πήρε το συρμό από την Αθήνα, που τον πήγε στην Καλαμάτα, κι από εκεί έφτασε με καΐκι στην Τραχήλα. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του αντιπροσώπου του, που τον περιποιήθηκε βασιλικά. Την επόμενη μέρα ξύπνησε νωρίς, πέρασε από τα λιοτριβειά και μετά –κάτι που σπάνια έκανε– πήγε να δει το μάζεμα της ελιάς.
Αρχές Νοεμβρίου, μέσα περίπου της δεκαετίας του ’50. Ο καιρός, μουντός και υγρός. Στο πετρώδες έδαφος, οι ελιές έμοιαζαν με χορεύτριες που ξεπετάγονταν παιχνιδιάρικα από το χώμα. Οι μεγάλες ελιές, δύσμορφες και στοχαστικές, θύμιζαν δάσκαλους και προφήτες. Ο λιόκαρπος ήταν ψιλός, το λάδι εξαιρετικής ποιότητας. Εκεί, ο Σταύρος Γαβράς, λαδέμπορος από την Αθήνα, είδε για πρώτη φορά τη Μαρίκα Γερακέα να τραγουδάει κάτω από μια ελιά. Το τραγούδι της μιλούσε για τις γυναίκες που περιμένουν τους ψαράδες στο γιαλό και για «ποιανού η μάνα θε να κλάψει».
Το ίδιο βράδυ, ο λαδέμπορος ζήτησε από τον αντιπρόσωπό του πληροφορίες για την οικογένεια της Μαρίκας. Έμαθε ότι προερχόταν από σόι καπεταναίων, με μακρά ιστορία και μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Το επόμενο κιόλας πρωί πήγε στο σπίτι του Τζανέτου Γερακέα να ζητήσει το χέρι της κόρης του.
Τα πράγματα από εκεί και πέρα πήραν το δρόμο τους. Ο πατέρας της Μαρίκας δέχτηκε και άρχισαν οι προετοιμασίες για το γάμο. Θα γινόταν τον Ιούλιο με το αλωνάρι, το λίχνισμα του σταριού. Την εποχή εκείνη όλα ήταν ξεκάθαρα. Το ζευγάρι απαγορευόταν να έχει προγαμιαίες σχέσεις. Συναντιόντουσαν κάτω από την επίβλεψη ανθρώπων του σογιού και συζητούσαν τα βασικά: ποιος είμαι – ποια είσαι – τι έχω – τι έχεις. Ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις ούτε παράλογες απαιτήσεις. Η καθημερινότητα ήταν σκληρή, δύσβατη, σε μια χώρα που αποζητούσε τρόπους για να επουλώσει τις πληγές του Εμφύλιου. Τότε ήταν που ο Σταύρος Γαβράς, αναφέροντας στη Μαρίκα Γερακέα τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του, παρέλειψε να της αναφέρει το κυριότερο: τον τυχοδιωκτισμό του. Δεν ήταν πάντα έτσι. Η δουλειά του, όμως, απαιτούσε από αυτόν να παίρνει συνεχή ρίσκα. Υποχρεώθηκε να αναπτύξει την πλευρά αυτή, να την καλλιεργήσει, σχεδόν να την τελειοποιήσει. Κι αν ο γάμος του με την ήρεμη και συγκαταβατική Μαρίκα έμοιαζε με εμπορική συμφωνία, η γνωριμία του με την καλύτερη φίλη της, την Κλειώ, έμοιαζε με παράβαση του νόμου, με επανάσταση και αναρχία.
Η Κλειώ προερχόταν από ξενόφερτη οικογένεια, από εκείνους που οι άλλοι αποκαλούσαν υποτιμητικά αχαμνόμερους. Είχε γαλουχηθεί με φθόνο για τα αρχοντόπουλα, μολονότι η Μαρίκα την τιμούσε με τη φιλία της. Οι ρίζες του φθόνου έφταναν στην εποχή που οι δικοί της έκαναν παρέα με άλλες φτωχές οικογένειες κι έκαναν σχέδια για ένα καλύτερο αύριο. Το κορμί της Κλειώς, παρότι διατηρούσε την εφηβική του σβελτάδα και χάρη, είχε μια ισχυρή, σχεδόν επιθετική θηλυκότητα –καμία σύγκριση με το βαρύ κορμί της Μαρίκας. Το λείο, σταρένιο δέρμα της και τα κυπαρισσένια της μάτια συνόδευαν τον λαδέμπορο κάθε φορά που έπεφτε για ύπνο. Κυριαρχούσε στα όνειρά του και είχε έντονη την εικόνα της όταν ξυπνούσε. Το μυαλό της Κλειώς έπαιρνε γρήγορες στροφές και κάποιες φορές οι παρατηρήσεις της τον τρόμαζαν. Όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί πως την ημέρα του γάμου της φίλης της θα του έλεγε:
«Και τώρα δεν είναι αργά».
Η Κλειώ είχε μεγαλώσει στα πυργόσπιτα μαζί με τα παιδιά της τάξης της. Ξεχώριζε από μικρή. Όταν ήταν οχτώ, βούτηξε στη θάλασσα κι έπιασε ένα χταπόδι. Βγήκε στη στεριά έχοντάς το τυλιγμένο στο μπράτσο της, με τις βεντούζες του κολλημένες στη σάρκα της. Η μικρή γέλαγε, ενώ τα παιδιά γύρω της στρίγκλιζαν από φόβο. Στη συνέχεια βρήκε μια σαύρα τόσο μεγάλη που τη λέγανε κροκοδείλι, κι από αυτήν έχουν πάρει το όνομά τους τα κροκοδείλια δάκρυα. Κρέμασε το κροκοδείλι από το λαιμό στο δέντρο μπροστά στο σπίτι της. Το κρέμασε κανονικά, μ’ ένα χοντρό σπάγκο, μέχρι που το δύστυχο το ζώο ψόφησε. Η Κλειώ κάθισε εκεί για να δει αν τα κροκοδείλια κλαίνε όταν πεθαίνουν και αφήνουν δάκρυα τόσο μεγάλα.
Μπορεί να ήταν φίλη της Μαρίκας, αλλά κατά βάθος τη ζήλευε. Όλα στη ζωή της φίλης της ήταν εύκολα· δε χρειαζόταν να κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Προερχόταν από μεγάλο τζάκι και το ριζικό της ήταν να κάνει σπουδαίο γάμο. Το σπίτι της ήταν γεμάτο μπαούλα με υφαντά και κασετίνες με κοσμήματα. Η ίδια δεν είχε παρά μόνο αυτό το άγουρο κορμί, που ξύπναγε μέρα με τη μέρα. Ήθελε να παντρευτεί, να πάρει κάποιον που δε θα ήταν Μανιάτης, να φύγει, να πάει αλλού, σε μέρη με ποικιλίες φασκομηλιάς και καλαμπόκια με τεράστιους καρπούς. Δεν ήξερε αν υπήρχαν στ’ αλήθεια τα μέρη αυτά. Το μόνο που ήξερε ήταν πως η Μαρίκα είχε το σπίτι της γεμάτο μπαούλα με προικιά. Είχε προσέξει πώς την κοίταζε ο λαδέμπορος και αισθανόταν το κορμί της να τρεμουλιάζει –αυτό το άγουρο κορμί που με κόπο προσπαθούσε να συγκρατήσει. Είχε διακρίνει τον πόθο στα μάτια του, στις κινήσεις του, στα φερσίματά του. Εκείνη ήθελε, ήταν σίγουρη, όχι την άχρωμη Μαρίκα, που είχε μεγαλώσει στα πούπουλα. Κι όμως, τη Μαρίκα είχε ζητήσει σε γάμο. Ο καημός της φούντωνε κι ένιωθε να της κλέβουν την τύχη.
Για τον λόγο αυτό, στη μέση της γιορτής, η Κλειώ δε δίστασε να του πει τη μοιραία φράση. Κανείς δεν την άκουσε, πέρα από τον λεγάμενο. Η τέλεση του μυστηρίου είχε προηγηθεί στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας και το γλέντι είχε ανάψει. Στα τραπέζια είχαν σερβίρει χόντρο, εντόσθια από αρνιά και κατσίκια με σάλτσα από κρεμμύδι. Οι άντρες έτρωγαν στα τραπέζια και οι γυναίκες σε τάβλες κατάχαμα, δείγμα υποταγής. Το κρασί και η ρακή έρεαν άφθονα. Η νιόνυφη χόρευε και τραγούδαγε με την καμπανιστή φωνή της. Συνέχισε να τραγουδάει ακόμα κι όταν έπαψαν τα όργανα. Ήταν μια ωραία γιορτή για τους γάμους της Μαρίκας Γερακέα, της πιο πλούσιας νύφης του χωριού.
Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της.
Και η τελευταία της.
(Απόσπασμα από τη νουβέλα του Κώστα Αρκουδέα “Και τώρα δεν είναι αργά”, εκδόσεις Κουκουνάρι 2014)