Παπαντώνης Άκης: Καρυότυπος

Πρώτη φορὰ τὴν εἶδε ὅταν χρησιμοποίησε τὸ καινούργιο ποδήλατο. Ἕνα γκρὶ
Ρίτζμπακ μὲ εἴκοσι μία ταχύτητες καὶ βαριὰ κλειδαριά. Ἀγορασμένα ὅλα μαζὶ γιὰ
τριακόσιες πενήντα λίρες. Ἀνέβαινε τὴν ἀριστερὴ ὄχθη. Εἶχε πυκνὴ ὁμίχλη καὶ
μόλις ποὺ διέκρινε τὴν ἀπέναντι. Καθὼς διέσχιζε μία ἀπὸ τὶς τοξωτὲς γέφυρες,
ἐκείνη περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ λεμβοστάσιο τοῦ Κολεγίου Balliol. Ἀνάμεσά
τους ὁ Τάμεσης. Ἀπὸ τὸ τιμόνι τοῦ ποδηλάτου της κρεμόταν ἕνα ψάθινο καλάθι
καὶ ἀπὸ μέσα ξεπρόβαλλε μιὰ πράσινη σακούλα Marks & Spencer. Γιὰ λίγες
στιγμές −μιὰ βαθιὰ ἀνάσα καὶ μιὰ ὀρθοπεταλιὰ νὰ περάσει τὴ γέφυρα− τὰ
βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ἔπειτα ἡ σακούλα της κρύφτηκε στὴν ὁμίχλη.
Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὸ βλέμμα μπροστά. Ἄλλα τρία μίλια ὣς τὸ ἐργαστήριο.

Τὴ δεύτερη φορά −εἶχαν μεσολαβήσει τρεῖς ἡμέρες− εἶδε τὸ ποδήλατό της.
Ἔστριβε πάλι δίπλα ἀπὸ τὸ λεμβοστάσιο, στὸ μονοπάτι τῆς ἀπέναντι ὄχθης.
Φρέναρε ἀπότομα καὶ κοιτοῦσε τὴν πράσινη σακούλα στὸ πλεχτὸ καλαθάκι νὰ
καθρεφτίζεται στὰ νερὰ τοῦ Τάμεση. Δὲν διέκρινε τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν της
οὔτε τί ροῦχα φοροῦσε. Δὲν εἶχε σημασία. Καθὼς ἡ σιλουέτα της ἔσβηνε στὴ σκιὰ
τῆς γέφυρας τοῦ Donnington, τράβηξε μιὰ θολὴ φωτογραφία μὲ τὸ κινητό του.

Τὴν τρίτη φορὰ τὸν χαιρέτησε. Καὶ τοῦ χαμογέλασε πλατιά. Ἀντιχαιρέτησε μὲ τὰ
ἀκροδάχτυλα. (Εἶχε ἀνεβάσει ἑκατὸν ὀγδόντα σφυγμούς.) Ἐκείνη χάθηκε, ξανά,
στὴ σκιὰ τῆς γέφυρας. Ἦταν ὀχτὼ τὸ πρωί. Ἔκανε μερικὰ μέτρα ἀκόμα. Κάθισε
στὸ παγκάκι −δίπλα σὲ ἕναν ἄστεγο ποὺ ἔπινε μπίρα καὶ μύριζε χορτάρι καὶ
μπαγιατίλα−, μέχρι νὰ ξαναγίνει ὁ παλμός του φυσιολογικός. Τὰ γόνατά του
ἔτρεμαν. Στὸ ἐργαστήριο τὸν περίμενε ἕνα καινούργιο πείραμα − ποὺ ἔπρεπε νὰ
πετύχει. Ἀναγκάστηκε νὰ σπρώξει τὸ ποδήλατο μέχρι ἐκεῖ. Τρία ὁλόκληρα μίλια.

Κάποια Πέμπτη τοῦ (τελευταίου) ἔτους ἔλαβε ἕνα email μὲ ἐξαιρετικὰ νέα. Τὸ
ἄρθρο του, προϊὸν δουλειᾶς σχεδὸν τριῶν ἐτῶν, εἶχε γίνει δεκτὸ στὴν πλέον
ἔγκριτη ἐπιστημονικὴ ἐπιθεώρηση νευροβιολογίας. Μετὰ ἀπὸ διθυράμβους
κάποιων κριτῶν καὶ ὑποτιμητικὰ σχόλια τῶν ὑπολοίπων. Μετὰ ἀπὸ διορθώσεις
ἐπὶ διορθώσεων, νέα πειράματα, ἀναθεωρήσεις ἀποτελεσμάτων. Μετὰ ἀπὸ τὴ
σολομώντεια παρέμβαση τοῦ ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικοῦ. Δὲν εἶχε πιὰ
σημασία. Εἶχε γίνει δεκτό. Χαρούμενος, πρότεινε νὰ κεράσει μπίρες σὲ μιὰ πὰμπ
ὅλους τοὺς συναδέλφους (μὰ ὄχι στενοὺς φίλους) ἀπὸ τὸ ἐργαστήριο. Ἐκεῖνοι
ἐξεπλάγησαν καὶ ἀρνήθηκαν εὐγενικά − κάτι τόσο ξαφνικὸ δὲν χωροῦσε στὸ
πρόγραμμά τους.

Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἔφερε ἕνα κέικ σοκολάτας στὸ ἐργαστήριο. Ἔξω ἀπὸ τὸ
ζαχαροπλαστεῖο, μὲ τὸ εὐφάνταστο ὄνομα Cake Shop, μιὰ κοπέλα ἔβγαζε κι
ἔβαζε ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα, καθισμένη σὲ ἕνα παγκάκι. Δίπλα της μιὰ κυρία μὲ
στολὴ πολυκαταστήματος ἔβαφε τὰ νύχια της. Ἕνας ἄστεγος πέρασε σέρνοντας
ἕνα καρότσι σοῦπερ μάρκετ. Εἶχε ἕναν τεράστιο, φουσκωτὸ Ἁι-Βασίλη μέσα.
Ζήτησε ἀπὸ τὴ μιὰ τσιγάρο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ βερνίκι νυχιῶν. Τοῦ ἀρνήθηκαν καὶ
οἱ δύο. «Θὰ ἦταν τόσο χρήσιμα», μουρμούρισε φεύγοντας.

Τὸ κέικ οἱ συνάδελφοι (μὰ ὄχι στενοὶ φίλοι) τὸ ἐξαφάνισαν μέχρι τὸ τελευταῖο
ψίχουλο, ἐπαναλαμβάνοντας τὴ λέξη «εὐχαριστῶ» σὲ διάφορες γλῶσσες. Τὸ
στάτους του στὸ facebook ἔγραφε γιὰ ἡμέρες: «Nature Neuroscience 13(4): 513-
519».

Τὸ ἴδιο βράδυ ἐπιστρέφοντας σπίτι ἀπὸ τὸ ἐργαστήριο, μὲ ψιλὴ βροχή, εἶδε τὸν
κύριο Νάιτζελ −ἂν καὶ δὲν γνώριζε τὸ ὄνομά του ἀκόμα− νὰ κάθεται στὸ ἴδιο
παγκάκι, ἔχοντας δίπλα του τὸ καρότσι μὲ τὸν φουσκωτὸ Ἁι-Βασίλη. Ἔμοιαζε
ἀξύριστος χρόνια. Φοροῦσε ἕνα φωσφοριζὲ γιλέκο ποὺ ἔγραφε «ἄστεγος» στὴν
πλάτη. Στὸ δεξὶ χέρι κρατοῦσε ἕνα πλαστικὸ μπουκάλι γεμάτο μὲ κάποιο θολὸ
ὑγρό, στὸ χρῶμα τῶν νερῶν τοῦ Τάμεση. Στὸ ἀριστερὸ μιὰ τρομπέτα. Καθὼς
περνοῦσε μπροστά του, ὁ κύριος Νάιτζελ τὸν καλησπέρισε μὲ μιὰ ὑποψία
ὑπόκλισης. Ξαφνιάστηκε. Σταμάτησε. Τὸν κοίταξε σὰν νὰ ἔπρεπε νὰ
ἀνταποδώσει τὴν ὑπόκλιση. Ὅταν ὁ ἡλικιωμένος τοῦ πρόσφερε μιὰ γουλιὰ ἀπὸ
τὸ μπουκάλι του κι ὕστερα εἶπε «ἕνα τραγουδάκι;» προτείνοντάς του τὴν
τρομπέτα, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ κεφαλιοῦ. Καὶ συνέχισε τὸν δρόμο
του διστακτικά.

Τὴ Δευτέρα −ἀπαράλλακτος καιρός− τὸν συνάντησε ξανά. Ἔμοιαζε νὰ περνᾶ ὅλη
τὴν ἡμέρα του ἀτενίζοντας τὴν κίνηση τοῦ δρόμου καὶ τὸν κόσμο ποὺ
μπαινόβγαινε στὸ μαγαζάκι ἀπέναντι. Προσπαθώντας νὰ βρεῖ τρόπο νὰ
συστηθεῖ, τὸν ρώτησε τὴν ὥρα.

«Ἔχω ἀπὸ καιρὸ χάσει κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸν χρόνο. Γιὰ ποιόν λόγο νὰ τὸν μετρῶ ἂν
δὲν ἔχω νὰ περιμένω κάτι;»

Ἡ ἀπάντηση τὸν ξάφνιασε. Ἀπὸ ἀμηχανία προσπάθησε νὰ χωρέσει τὸν ἤδη
βρεγμένο ἄντρα κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλα του. «Ὁ θάνατος ὀφείλει νὰ εἶναι
ἀναπάντεχος, σὰν πέσιμο ἀπὸ ἄλογο. Ἀκόμα κι ὅταν τὸν περιμένεις, δὲν
νομίζεις;» συνέχισε ὁ κύριος Νάιτζελ παραμερίζοντας διακριτικὰ τὴν ὀμπρέλα.
Ἐκεῖνος συγκατένευσε. Μὴν ἔχοντας τί νὰ ἀνταπαντήσει, ἄρχισε νὰ
ἀπομακρύνεται. Ἀπὸ μακριὰ τὸν ἄκουσε νὰ λέει κάτι. Κάτι ποὺ ἠχοῦσε σὰν τὴ
λέξη «ἀνεκπλήρωτο».

Γιὰ καιρὸ οἱ δυό τους συναναστρέφονταν σχεδὸν κάθε μέρα. Ἄλλες φορὲς γιὰ
λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἄλλες γιὰ ὧρες ὁλόκληρες. Καθόταν δίπλα του στὸ παγκάκι
− ὁ κύριος Νάιτζελ μύριζε ροκανίδι, ὅπως τὰ πειραματόζωά του στὰ κλουβιά. Καὶ
κάθε φορὰ κατέγραφε μὲ τὸ μαγνητόφωνο τοὺς μονολόγους του. Ὕστερα, σπίτι,
τοὺς ἔπαιζε ξανὰ καὶ ξανά, ἐνῶ βημάτιζε πάνω κάτω. Ὁ κύριος Νάιτζελ εἶχε
μεγαλώσει χωρὶς γονεῖς. Μὲ μιὰ νονὰ τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀδυνατοῦσε νὰ
ἀνακαλέσει. Εἶχε κάνει σὲξ μὲ γυναῖκες καὶ μὲ ἄντρες, τὰ ἀνατομικὰ
χαρακτηριστικὰ τῶν ὁποίων περιέγραφε μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶχε δοκιμάσει
τὸν γάμο − τὰ ἀκριβῆ του λόγια. Εἶχε ὑπάρξει στρατιώτης στὰ Φώκλαντ, βοσκὸς
στὸ Νόριτς, μπάρμαν σὲ κάποιο ξεχασμένο θέρετρο τοῦ Ντόρσετ. Ἐθελοντὴς
πυροσβέστης στὴν Οὐαλία. Μιὰ μέρα ἀποφάσισε νὰ μείνει στὸν δρόμο. Τόσο
ἁπλά.

Ἡ σχέση τους ἦταν μονόδρομος: ὁ κύριος Νάιτζελ ἀφηγοῦνταν, ἐκεῖνος
κατέγραφε. Μὲ τὴν περιέργεια ἐπιστήμονα, μὲ τὴν ἀγωνία ἀποτυχημένου γονέα.
Ὥσπου, μιὰ Παρασκευή, ὁ κύριος Νάιτζελ δὲν ἦταν στὸ πόστο του. Ὡστόσο
ἐκεῖνος κάθισε στὴ θέση του στὸ παγκάκι. Περίμενε λίγο. Ἔβγαλε τὸ
μαγνητόφωνό του καὶ ἄρχισε νὰ περιγράφει ὅσα συνέβαιναν στὸν δρόμο
μπροστά του: «Δύο ὁμοζυγωτικοὶ δίδυμοι διαβάζουν στὴν Oxford Mail τὸ
ὡροσκόπιό τους. Ἕνα ἡλικιωμένο ζευγάρι ἐκτελεῖ μιὰ κωμικὴ χορογραφία
καθὼς προσπαθεῖ νὰ περάσει τὸν δρόμο. Ἕνας τύπος ἀγκομαχᾶ ποδηλατώντας
κι ἕνα σκυλὶ περιμένει στὴ στάση τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ νοσοκομεῖο Τζέι Ἄρ».
Ὕστερα σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾶ μὲ κατεύθυνση τὸ ἐργαστήριο.
Φτάνοντας ἀναζήτησε στὸ Google τὴ λέξη «ἀνεκπλήρωτο» − τοῦ ἐπέστρεψε
5.770.000 συνδέσμους σὲ 0,11 δευτερόλεπτα.
(Δύο κεφάλαια από το βιβλίο “Καρυότυπος” του Άκη Παπαντώνη, εκδόσεις “Κίχλη“)