Περβανά Σωτηρία: Η Αράχνη

Στέκεται εκεί στην γωνιά της
η φίλη, βουβή…
μάταια εκλιπαρώ μια της λέξη,
αποφεύγει ακόμη και το βλέμμα μου…
αποστρέφεται την παρουσία μου,
με αγνοεί πεισματικά.
Της μιλώ, την κανακεύω, της τάζω,
περνώ τις ώρες μου μαζί της,
της χαρίζω τις σιωπές μου
αφουγκράζομαι τις δικές της
η συνύπαρξη μας ακροβατεί πια στην ανυπαρξία…
μα ακόμη κι έτσι, φοβάμαι να την αποχωριστώ…
μου αρκεί που η παρουσία της δεν έχει γίνει ακόμη απουσία
αγναντεύει τα σουλάτσα μου απο μακριά
μα επιμένει να μη μου μιλά…
δεν με πλησίαζει, ούτε και θέλει να την πλησιάσω…
Προσπαθούν όλοι να με συνετίσουν…
Πρέπει επιτέλους να την ξεφορτωθείς, τι περιμένεις;
Τους κοιτάζω με οργή,
κοιτάζω με βλέμμα υγρό κι εκείνη,
την άσπονδη φίλη…
με κοιτάζει υπεροπτικά απο ψηλά
και πλέκει υπομονετικά τον ιστό της
που πάλλεται νωχελικά,
γαντζωμένη εκεί στην γωνία απ’ το ταβάνι
αδιάλλακτη κι ανυποχώρητη…
περιμένει με καρτερικότητα το ανυποψίαστο θύμα της,
περιμένει να το τυλίξει στα ασημένια δίχτυα της…
Είναι μια “ζώσα” απεικόνιση της πραγματικότητας
Είναι η μόνη επαλήθευση της μοχθηρότητας
Είναι μια ύστατη προειδοποίηση διαφύλαξης
για όλες τις ύαινες που μου στήνουν καρτέρι
και εποφθαλμιούν τις σάρκες μου…
Ποιος τολμά να ξηλώσει μια τέτοια υπενθύμιση…