Πρατικάκης Μανόλης: Ό,τι αγαπάς βαθιά

Ό,τι αγαπάς βαθιά τη ρίζα του έχει στην καρδιά σου.
Ό,τι αγαπάς βαθιά δεν έχει χρόνο. Κι όλα τα ρήματα
ανθίζουνε στον ενεστώτα.
Ό,τι αγαπάς είναι η μόνη σου περιουσία που σε δένει με το
μενεξεδί των πρωτοπλάστων.
Όμως το εκπορνευμένο μας πνεύμα, αποκομμένο από άξονα
και κέντρο, οφείλει να δοθεί στους καθαρμούς του Ακραγαντινού.
Με συνεχή σφυροκοπήματα κι οδυνηρές αποσβέσεις.
Με ζοφερή γονιμότητα και συνεχείς κλονισμούς για να ξαναβρεί
της πρωταρχικής του φύσης την ουσία.
Τον άρτο και τον ύμνο τής ακόμη αξόδευτης
κι αδαπάνητης νιότης.
Ό,τι ιερό και σταθερό χρησιμεύει σαν όρκος. Η φωτιά
κοιμάται ατάραχη μέσα στα ξύλα· για ένα μακρινό
φεγγοβόλημα. Ως την τρομερότερη απόσβεση
«κατά την του χρόνου τάξιν», φθέγγεται ο Αναξίμανδρος.

Σαν αετού φτερά λίγο πριν την ώρα του θανάτου
και είναι όλα αστραφτερά.

Το νερό γίνεται υδρατμός, χιόνι, βροχή· ανυψώνεται, αλλά
πάντα επιστρέφει στους υδροφόρους τους ορίζοντες·
καθώς τα ποτάμια γυρνάνε πάντα πίσω (κι ας λένε)
με μια στάση τους στον ουρανό.
Όλα μεταβάλλονται πάρεξ παραμένουν αμετάβλητα
«όκωσπερ χρυσού χρήματα και χρημάτων χρυσός».
Ο όρκος που κρατιέται είναι η αρχή της αφθαρσίας
της ύλης. Η αρχή του ειδικού βάρους
ως σύνεση αυτοφυής. Ως βούληση αυτόφωρη.
Από πριν γνωρίσει το εκτόπισμα
καθρεπτίζει το σώμα σου και το θυμάται.

Είσαι εκείνο που σου επιστρέφει. Εκείνο που εκτοπίζοντας
σε υψώνει και σε κρίνει.

Ανασαίνει μια γόνιμη εκδίκηση μέσα στον εξευτελισμό.
Μια άπτερη δόξα, μέσα στη χαμέρπεια
που ετοιμάζει το δικό της υπερώον.

Για ιδέστε. Έγινε λουλούδι αιώνιο
στα χείλη του το κώνειο.
Αγαθό μνημείο εκεί που ο θάνατος
δεν μπορεί να ρίξει
στο κανναβάτσο τη ζωή.

Από εκεί που χλεύαζε τον θάνατο. Από εκεί
που πάει να πάρει παράμερα το δείπνο του.
Από εκεί ξημερώνει.