Τσολάκου Νάγια: Το άγραφο γράμμα

Μακριά απο την Τριπολιτσά, Απρίλιος 2022

Προσκυνώ και φιλώ το σεβαστό σου χέρι Ναξιντίλ Βαλιντέ Σουλτάν, μεγάλη μητέρα των πιστών. Καιρό πολύ με παίδευε η θύμηση και η απουσία σου και έτσι ξεκίνησα να σου γράψω. Ώρα τώρα στο σοφρά, βουτώ το φτερό στο καλαμάρι που ζήτησα να μου φέρουν και σε σκέφτομαι να κρατάς τη γραφή μου στο στήθος σου, όταν θα την λάβεις μετά από μήνες, και να κλαις… από χαρά; Από λύπη; Τίποτα δεν ξέρω.. ούτε γράμματα ξέρω γλυκιά μου μητέρα και ντρέπομαι που τραβάω με δυσκολία αυτές τις πυκνές γραμμές που έχουν μελάνι στο χρώμα της σκουριάς μα τίποτα δεν λένε, και κάθονται και με κοιτάνε τριγύρω οι δούλες.

Ξέρω όμως πως εσύ που τόσο με νιώθεις, όπως και να ’χει, θα μπορέσεις να τα διαβάσεις τα γραφτά μου… Έχω ανάγκη τη γνώμη σου, μα πιο πολύ θέλω να με ακούσεις να σου λέω όσα έγιναν σ αυτό τον τόπο που μ’ έφερε ο αφέντης μου. Είμαι φαίνεται αδύναμη και γι αυτό δεν εναντιώνομαι στην παρόρμηση να στα πω όλα και να ελαφρύνει ο τρόμος μου, κι ας ξέρω πόσο θα σε βαρύνω με την φρίκη που με στοιχειώνει έξι μήνες τώρα, αλλά και με όσες ακόμη έγνοιες έχω να σου βάλω στη συνέχεια.

Όλες μας, μαζί κι εγώ, τα βράδια που αγρυπνάμε, ακούμε ακόμη τον ήχο απο τα κόκαλα που σπάνε από το γιαταγάνι, τις σφαίρες πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τις κραυγές και τον ρόγχο του θανάτου… τέτοια μακελειό… τέτοιος αφανισμός. Το σαράι κάηκε κι εμείς ήμασταν μέσα, μας έβγαλαν όμως σώες, μη μου τρομάζεις… και καλά μας φέρθηκαν και μας φυλάξανε μακριά απ’ την Τριπολιτσά που δεν είναι πόλη πια, κι ο Χουρσίτ, μόλις μας εξαγόρασε και τις εξήντα πέντε.

Εγώ όμως τα βράδια που κάπως σα να με παίρνει λίγο ο ύπνος, βλέπω τον άντρα μου μπροστά μου ολοζώντανο, με αυτό το βλέμμα που είχε όταν έπαιρνε κεφάλια με απάθεια θανατερή, σα να κόβει λουλούδια, “για προειδοποίηση” όπως έλεγε.

Τον βλέπω να στέκεται μπροστά στην πόρτα του χαρεμιού και να με κοιτάζει: “Ήρθες Εσμέ μου, μου λέει γλυκά πάντα, σε περίμενα…” και κάνει να μου ανοίξει την πόρτα να περάσω, μα απρόσμενα, μου περνάει με βιάση πάνω από το κεφάλι και μου φορά επιδέξια, ένα φουστάνι μακρύ και μαύρο, που σκοτεινιάζει το φως μου και μου κόβει την ανάσα. Νερό θολό ορμάει από παντού κι εγώ δεν μπορώ να κινηθώ μέσα στη μαύρη φορεσιά μου και όπως γεμίζει το στόμα μου νερό, σκέφτομαι πως να, βγήκε το χαρτί της μάντισσας: Ο πνιγμένος που μου ’πεφτε – εγώ ήμουν…

Τι είναι αυτά που σου λέω, σχώρα με και μη δίνεις σημασία, είναι κι η κατάσταση μου, το μυστικό της κοιλιάς μου, που μου φέρνει παράξενες ονειροφαντασιές και φόβους …

Δεν νιώθω καμία ντροπή όμως, θέλω να το ξέρεις μάνα, μόνο μια ξέφρενη χαρά για την ζωή έχω και για την αγάπη, που ανέλπιστα, πάνω σε τέτοιον άγριο χαλασμό, μαζί ξαναγεννιούνται. Ότι κι αν πουν για την κόρη σου στον αδελφό μου, να του πεις πως η Βαλιντέ Εσμέ, η αδελφή του Σουλτάνου, δεν έκανε τίποτα κακό, μόνο αγάπησε. Τον ξέρει τον Γιώργη μου, ο Μαχμούτ, τον πατέρα του τον είχε κάνει Μπέη στη Μάνη, και τον ίδιο τον είχε μαζί του για χρόνια στην Πόλη, ώστε να σιγουρέψει την αφοσίωση της φαμίλιας του στην αυτοκρατορική μας εξουσία. Έμαθε τα γράμματα από μικρός σε μας, και μας τίμησε, αλλά ήταν άλλη η πατρίδα του βλέπεις, και θέλησε να υπερασπιστεί τα πατρογονικά του. Έτσι δεν πρέπει να κάνουν οι γενναίοι;

Γι αυτό τον εμπιστεύτηκα μάνα, ήταν φύλακας μας, και από ευθύνη πάντα με νοιάστηκε, και όμοια απαίτησε σεβασμό για όλες μας, αλλά μόνο από έρωτα με πήρε κοντά του. Κι όχι τάχα πως ήμασταν “χρήμα ζωντανό” που ’λέγαν κάποιοι ή από το μίσος του στον Μαχμούτ. Είναι άντρας με τιμή, γι αυτό κι εγώ σου λέω μανούλα, να μην ανησυχείς. Στα σίγουρα έχει φτιάξει σχέδιο μυστικό για να με γυρίσει πίσω μαζί με το παιδί μας στο σπίτι μας. Στο σπίτι μας! που μου ’λειψε…

Σε γλυκοφιλώ σεβαστή μου, και προσπέφτω στα πόδια του αδερφού μου και δέομαι να μιλήσει μέσα του το αίμα και να μας δεχτεί με αγάπη.

Η κόρη σου,

που την νοιάζεσαι,

Βαλιντέ Εσμέ

Ιστορική αναφορά: Η Εσμέ μαζί με τις 65 γυναίκες του χαρεμιού μετά την ομηρία και την εξαγορά τους από τους Τούρκους, επεστράφησαν στον Χουρσίτ, ο οποίος τις έκλεισε σε σακιά και τις έπνιξε.