Βεργής Απόστολος: Μπαχαρικά

Στην αγορά ο κόσμος συνεχώς λιγόστευε – έπειτα κάποιες στιγμές, τα καταστήματα θα έκλειναν για τις γιορτές. Όμως, οι μυρωδιές μπαχαρικών είχαν ποτίσει τα ντουβάρια. Οι λίγοι όψιμοι πελάτες των καφενέδων, μιλούσαν μόνο με τα τελευταία τους ποτά· και φυσικά είχανε αποστρέψει τη ματιά τους από αυτούς όπου ξεστράτισαν και πρόδωσαν την επανάσταση εκείνου του χειμώνα. « Μα δεν το έμαθες ακόμα, ότι οι επαναστάσεις γίνονται χειμώνα και οι δικτατορίες άνοιξη; » με ρώτησε ο γέρο – βετεράνος· κι εγώ διαφώνησα αμέσως, χτυπώντας δυνατά το χέρι μου επάνω στο τραπέζι. Ποιος νοιάζεται… Οι μέρες είναι τώρα πια διαφορετικές και σοφία είναι : να μην ενδίδει κανείς σε πειρασμούς ενός συστήματος χυδαίου. Κρατώντας ένα σακουλάκι με πιπέρι, περπάτησα πάνω στο καλντερίμι. Γνώριζα ότι ήμουν προϊόν· σαν προϊόν μιλούσα, και έκλαιγα σαν προϊόν – δεν μου έπεφτε και λόγος, αφού σε μια απ’ τις επόμενες στιγμές θα έφευγα μακριά… Πίσω απ’ τα ψαράδικα, τυφλώθηκε παλιά ο μάντης· πίσω απ’ τα κρεοπωλεία στοιβάχθηκαν τα πλούτη – μόνο τα καφενεία πια, μπορούσανε να πουν τα λόγια μιας παρηγοριάς, ανάμεσα σε ζάρια και σε φύλλα μαύρης τράπουλας. Υπήρξα όμως πάντα αφελής, αλλά το έκρυβα καλά ακόμη κι από μένα – η λευτεριά είναι κι αυτή μια εξουσία, και φυσικά δεν είναι πάντα προφανείς οι στόχοι που χει βάλει. Άρπαξα τότε ένα δαυλό που ήταν αναμμένος· ένα τσίγκινο άγαλμα, που παρίστανε κάτι προφανώς αόριστο μου τον έδωσε με ευχαρίστηση μεγάλη· το καλντερίμι ήταν πολύ βρεγμένο και γλιστρούσε.