Ζαφειρίου Σταύρος: Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου

Τον καιρό εκείνο τ’ αποδημητικά πουλιά ένιωσαν το κακό
και πήραν να λοξεύουν απ’ τη χώρα.
Μακριοί, μακριοί σχηματισμοί πετούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων,
πετούσαν πάνω από τους αγρούς και τις αρχαίες εκβολές των ποταμών,
τα προσπερνούσαν κι έφευγαν, ζητώντας ασφαλείς προορισμούς και καταφύγια.

Ήταν εκείνος ο καιρός που γύριζαν τα νύχια των αντρών
και το αίμα αγρίευε στων γυναικών τα καταμήνια.
Κι ένα μονάχα βήμα χώριζε τις ψυχές απ’ τον σκορπιό τους.

Ήταν εκείνος ο καιρός.

Όλες οι μέρες του ήλιου δεν αρκούσανε,
για να στεγνώσουν μία μέρα της βροχής του·
όλες οι αλήθειες πνίγονταν απ’ της δικιάς του αλήθειας τη θηλιά.
Και μια μονάχα λέξη χώριζε την πειθώ απ’ τα δεσμά της.

Εκείνος ο καιρός.
Άλλοι τον έλεγαν δραπέτη, άλλοι φυλακή,
άλλοι αδέσποτο σκυλί που οσμίζεται τον φόβο·
και όσοι πίστευαν ακόμη στη ζωή
τον λέγαν τάσι στον ζυγό της ουτοπίας.

Α, Isidore Ducasse, με τα τραγούδια σου·
μες στον βυθό των στοχασμών
τα πράγματα έχουν ακαθόριστη μορφή,
οι σκιές πλαταίνουνε στη γη και οι καιροί…
αλλάζουν χρόνο οι βλάσφημοι καιροί – εκείνοι οι καιροί,

ο καιρός αυτός.

Άλλοι τον λεν συνενοχή, άλλοι απουσία,
άλλοι ναό καθεδρικό,
να μαγαρίζει ο οξαποδώ την άγια τράπεζά του·
κι όσοι πιστεύουν στα όνειρα
τον λεν καμπάνα που σιωπά και μες στον ύπνο τους
άξαφνα την ακούνε.

~ ֍ ~

Έκανες λάθος ν’ αφήσεις να σε θυμάμαι
από αυτή τη φωτογραφία του χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά.
Είναι πένθος η μνήμη πατέρα
κι η ιστορία πένθος κι αυτή.
Κι ούτε που φτάνει να σκεπάζεις τους καθρέφτες στα δωμάτια.
Κι ούτε που ωφελεί ν’ ανοίγεις τα παράθυρα να φεύγει το κακό.
Λιγοστεμένες οι εποχές και δεν αντέχουν να σηκώσουνε τον επιτάφιό τους.
Λιγοστεμένη χώρα και δεν αντέχει να κοιτά μες στη λιγοστεμένη της ψυχή.

Πάνω στον ίδιο σταυρό κρεμασμένοι η γέεννα και ο λειμώνας,
το ίδιο αγκάθινο στεφάνι στα κεφάλια του επίκλητου και του υψιπετή.
Και το ξερό κλαδί και το χλωρό πυξάρι η ίδια στάχτη.

Κι αν με ματώνουνε ακόμη οι ματαιώσεις
ξέρω ότι δεν είναι γάζα η αναμάγευση, ούτε ελπίδα το χτενάκι στα μαλλιά.
Δεν ζητιανεύω πια τον άνθρωπο απ’ το σύμπαν.

Αυτός ο κόσμος, σκέφτομαι, μπορεί και να ’ναι ο καλύτερος ανάμεσα
στους κόσμους που υπάρχουν,
μπορεί και να ’ναι η πιο ανελέητη στιγμή του γενηθήτω.
Αυτός ο κόσμος, σκέφτομαι, ίσως να μην προοριζότανε για μας.

Τώρα υπάρχει ένας δρόμος μπροστά μου.
Δικός μου δρόμος.
Στην άκρη του αρχαία ζώα σμίγουν με το φως.
Υμνώ τα αρχαία ζώα, Walt Whitman· υμνώ το φως,
βέβαιος ότι όλα εκπληρώνουν τον σκοπό τους,
βέβαιος ότι και το πιο μικρό βλαστάρι πρέπει να είναι εκεί.
Βέβαιος ότι η ζωή είναι μια σιδερένια μπάλα που σείεται στον ουρανό
γκρεμίζοντας τις γέρικές του αλήθειες.

Τίποτε, μου λες, δεν καταστρέφεται.
Όλα, σου απαντώ, έχουν καταστραφεί.

~ ֍ ~

Όταν τελειώσει ο κόσμος
σκέφτομαι ότι ο ήχος του τέλους του δεν θα ’θελα να είναι
ένας κρότος ή ένας λυγμός
αλλά οι αρμένικες βρισιές του γερο-πρόσφυγα
πίσω απ’ τον πάγκο του χαμομάγαζού του,
σαν τσάκωνε τα χέρια μας στα λιμπισμένα βάζα
με τις κόκκινες, τις πράσινες, τις ροζ ριγωτές καραμέλες της πεθεράς·
θα ’θελα να ’ναι του Τσαρλς Μπρόνσον η ινδιάνικη ιαχή,
καθώς υψώνει το κοντάρι της επίθεσης ‒αυτοί ή εμείς‒
στην «Τελευταία σφαίρα του πολέμου».

Όταν τελειώσει ο κόσμος
ο ήχος του τέλους του που θα ’θελα ν’ ακούσω
είναι το ντέφι του γύφτου που το κρούει
για να ορθωθεί η αρκούδα στα γοφιά της,
να λικνιστεί – κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ,
ως να τεντώσει, αίμα, η αλυσίδα·
είναι τα βήματα του Μπίμπα στο λιθόστρωτο
την ώρα που γυρνάει λιώμα απ’ την ταβέρνα,
το τρίξιμο απ’ το καρεκλάκι της πουτάνας στην εξώπορτα,
ενώ σταυρώνει τα κιρσωμένα πόδια της.

Όταν τελειώνει ο κόσμος
θέλω ν’ ακούω την ερημιά στα φάλτσα του νεοσύλλεκτου
που κάνει το τζουκ-μποξ μες στην ντουλάπα,
το παραλήρημα του διπολικού
στον άδειο διάδρομο του ψυχιατρείου·
θέλω ν’ ακούω το αμήν του αναμάρτητου
που ρίχνει πρώτος της πίστης του την πέτρα.

Όταν τελειώνει ο κόσμος, όταν τελειώνει ο κόσμος
θέλω ν’ ακούω το κουδούνισμα της ταμειακής
που ανοιγοκλείνει στο Dark side of the moon,
ν’ ακούω την τρομπέτα του Miles Davis
να δραπετεύει με το Kind of blue όλων των χρωμάτων·
θέλω ν’ ακούω το allegretto της 7ης
απ’ τα μεγάφωνα των πολιορκημένων,
της πεταλούδας την κραυγή στο When the music’s over.

Όταν τελειώνει ο κόσμος, ναι!
θέλω ν’ ακούω τον T.S. Eliot στο ραδιόφωνο
να απαγγέλλει από τους Κούφιους του ανθρώπους:

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper

Ο κόσμος όμως δεν θα τελειώσει έτσι:
Ούτε με έναν κρότο ούτε μ’ ένα λυγμό.
Με όλους τους ήχους του μαζί θα τελειώσει.

Με όλους τους ήχους μου να τους ακούω μαζί.

[ Ποιήματα από «Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου» ]